- τιμᾶσθαι
- τῑμᾶσθαι , τιμάωhonourpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
цена — укр. цiна, др. русск. цѣна, ст. слав. цѣна τιμή (Остром., Супр.), цѣнити τιμᾶσθαι, болг. цена, сербохорв. циjѐна, вин. п. ци̏jену, словен. сẹnа, чеш., слвц. сеnа, польск. сеnа, др. польск. саnа (Розвадовский, RS 2, 109). Праслав. cěna… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κορνοπίων — κορνοπίων, ωνος, ὁ (Α) (για τον Ηρακλή) αυτός που φυγαδεύει, που διώχνει τους κόρνοπας, τις ακρίδες («κορνοπίωνα τιμᾱσθαι παρ ἐκείνοις Ἡρακλέα ἀπαλλαγῆς ἀκρίδων χάριν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρνοψ, οπ ος + κατάλ. ίων (πρβλ. κερκ ίων, μαχαιρ… … Dictionary of Greek
τιμώ — (I) έω, Α (δωρ. τ.) βλ. τιμώ. (II) όω, Α τιμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τῖμος*, ποιητ. τ. (πρβλ. ἀτιμῶ, όω)]. τιμῶ, άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιμῶ, έω, Α [τιμή] 1. απονέμω τιμή σε κάποιον, εκδηλώνω σεβασμό και εκτίμηση (α. «τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν… … Dictionary of Greek
kʷei-1(t) — kʷei 1(t) English meaning: to observe; to appreciate Deutsche Übersetzung: “worauf achten”; out of it einerseits “ehrerbietig beobachten, scheuen, ehren”, andrerseits “animadvertere, punish, curse, rächen, bũßen; Sũhne, Geldstrafe,… … Proto-Indo-European etymological dictionary